伫 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος χαρακτήρας
Παραδοσιακός χαρακτήρας

伫 ελληνικός ορισμός

zhù

  • to stand for a long time
  • to wait
  • to look forward to
  • to accumulate

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : to store; to stand; space between the door and the entrance screen;
  • : ζω
  • : βοήθεια
  • : (archaic) drum;
  • : shuttle of a loom;
  • : στήλη
  • : percussion instrument, a tapering wooden bax struck from the inside with a drumstick;
  • : σημείωση
  • : wick of an oil lamp; to burn (incense etc); measure word for lit incense sticks;
  • : επιθυμία
  • : χτίζω
  • : (literary) chopsticks;
  • : erroneous variant of 築|筑[zhu4];
  • : ramie (Boehmeria nivea);
  • : five-month-old lamb;
  • : to soar;
  • : Boehmeria nivea; Chinese grass;
  • : termite; to bore (of insects);
  • : to store; to save; stockpile; Taiwan pr. [zhu3];
  • : Japanese variant of 鑄|铸;
  • : εκμαγείο
  • : (horse);
  • : κάτοικος