捆 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

捆 ελληνικός ορισμός

kǔn

  • δέσμη

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : palace corridor; fig. women's quarters; women;
  • : sincere;
  • : movable door sill;
  • : full;
  • : a border or band on the edge of a dress;
  • : threshold; inner appartments; woman; wife (honorific);

Λέξεις που περιέχουν 捆, ανά επίπεδο HSK