沈 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

沈 ελληνικός ορισμός

shěn

  • liquid
  • to pour

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : (literary) to smile; to sneer;
  • : wife of father's younger brother;
  • : εξετάζω
  • : (interrog.);
  • : to know; to reprimand; to urge; to long for; to tell; to inform;
  • : to investigate; to try (in court);