狫 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

狫 ελληνικός ορισμός

lǎo

  • name of a tribe

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : round-bottomed wicker basket; (dialect) to lift; to carry on one's shoulder;
  • : male; man (Cantonese);
  • : a noise; a sound;
  • : γιαγιά
  • : basket;
  • : flooded; heavy rain;
  • : παλαιός
  • : spokes;
  • : rhodium (chemistry);