窥 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος χαρακτήρας
Παραδοσιακός χαρακτήρας

窥 ελληνικός ορισμός

kuī

  • to peep
  • to pry into

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : έλλειμμα
  • : cut open and clean;
  • 岿 : high and mighty (of mountain); hilly;
  • : to laugh at;
  • : helmet;