贪
貪
贪 ελληνικός ορισμός
tān
- άπληστος
tān
- άπληστος
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 贪, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 贪婪 (tān lán) : άπληστος
- 贪污 (tān wū) : διαφθορά