关闭 έννοια και προφορά

关闭
Απλοποιημένη λέξη
關閉
Παραδοσιακή λέξη

关闭 ελληνικός ορισμός

guān bì

  • τερματισμος λειτουργιας

HSK level


Χαρακτήρες

  • (guān): σβήνω
  • (bì): κλείσε