老实 έννοια και προφορά

老实
Απλοποιημένη λέξη
老實
Παραδοσιακή λέξη

老实 ελληνικός ορισμός

lǎo shi

  • τίμιος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (lǎo): παλαιός
  • (shí): πραγματικός