氐
                
                
                    
                    Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας
                    
                
            氐 ελληνικός ορισμός
        
            dī
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - name of an ancient tribe
dī
- name of an ancient tribe
