㖞 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

㖞 ελληνικός ορισμός

wāi

  • awry (mouth)
  • askew
  • Taiwan pr. [kuai1]

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : lopsided; Taiwan pr. [kuai1];
  • : ανέντιμος