㥏 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

㥏 ελληνικός ορισμός

tiǎn

  • ashamed

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : to shame;
  • : to exterminate;
  • : turbid; muddy;
  • : make strong (as liquors); virtuous;
  • : γλείψιμο
  • : shameful; shameless;
  • : to obtain by deception;