丢
丟
丢 ελληνικός ορισμός
diū
- βολή
diū
- βολή
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 铥 : θούλιο
Παραδείγματα ποινών με 丢
-
你的书包丢了?
Nǐ de shūbāo diūle?
Λέξεις που περιέχουν 丢, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
-
丢 (diū): βολή
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 丢人 (diū rén) : ντροπή
- 丢三落四 (diū sān là sì) : χάσε τα πάντα