仓
倉
仓 ελληνικός ορισμός
cāng
- αποθήκη
cāng
- αποθήκη
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 仓, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 仓促 (cāng cù) : βιαστικός
- 仓库 (cāng kù) : αποθήκη