伤 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος χαρακτήρας
Παραδοσιακός χαρακτήρας

伤 ελληνικός ορισμός

shāng

  • πλήγμα

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : πηλίκο
  • : the moisture content of the soil;
  • : to die in childhood; war dead;
  • : entropy (physics);
  • : feast; goblet;
  • : to consult; to deliberate; commerce;

Παραδείγματα ποινών με 伤

  • 在我伤心的时候,你总是陪在我身边。
    Zài wǒ shāngxīn de shíhòu, nǐ zǒng shì péi zài wǒ shēnbiān.
  • 听到这个消息后,我很伤心。
    Tīng dào zhège xiāoxī hòu, wǒ hěn shāngxīn.

Λέξεις που περιέχουν 伤, ανά επίπεδο HSK