僧 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

僧 ελληνικός ορισμός

sēng

  • monk
  • Sangha, the Buddhist monastic order

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : short hair; unkempt;