僯
                
                
                    
                    Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας
                    
                
            僯 ελληνικός ορισμός
        
            lǐn
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - ashamed
lǐn
- ashamed
