冘 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

冘 ελληνικός ορισμός

yín

  • to move on
  • to go out

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : 𢆉
  • : ασμα
  • : insincere; stupid;
  • : limit; border; river bank;
  • : late at night;
  • : obscene, licentious, lewd;
  • : 3rd earthly branch: 3-5 a.m., 1st solar month (4th February-5th March), year of the Tiger;
  • : high; rugged mountains; steep;
  • : remote; outlying;
  • : excess; excessive; wanton; lewd; lascivious; obscene; depraved;
  • : 隺
  • : snarling of dogs;
  • : respectful; to speak gently;
  • : name of a district in Zhejiang;
  • : ασήμι
  • : heavy rain;
  • : gums (of the teeth);