凿 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος χαρακτήρας
Παραδοσιακός χαρακτήρας

凿 ελληνικός ορισμός

záo

  • chisel
  • to bore a hole
  • to chisel or dig
  • certain
  • authentic
  • irrefutable