剖
剖 ελληνικός ορισμός
pōu
- τομή
pōu
- τομή
Επίπεδα HSK
Λέξεις που περιέχουν 剖, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 解剖 (jiě pōu) : ανατομία