卬
                
                
                    
                    Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας
                    
                
            卬 ελληνικός ορισμός
        
            áng 
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - noble, haughty
áng 
- noble, haughty
