吮
                
                
                    
                    Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας
                    
                
            吮 ελληνικός ορισμός
        
            shǔn
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - to suck
shǔn
- to suck
