吵 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

吵 ελληνικός ορισμός

chǎo

  • θορυβώδης

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά


Παραδείγματα ποινών με 吵

  • 外面太吵了,我睡不着。
    Wàimiàn tài chǎole, wǒ shuì bùzháo.
  • 他和朋友吵了,所以很不高兴。
    Tā hé péngyǒu chǎole, suǒyǐ hěn bù gāoxìng.
  • 这里太吵了,真让人受不了。
    Zhèlǐ tài chǎole, zhēn ràng rén shòu bù liǎo.

Λέξεις που περιέχουν 吵, ανά επίπεδο HSK