吵
吵 ελληνικός ορισμός
chǎo
- θορυβώδης
chǎo
- θορυβώδης
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 炒 : μαρίδα
Παραδείγματα ποινών με 吵
-
外面太吵了,我睡不着。
Wàimiàn tài chǎole, wǒ shuì bùzháo. -
他和朋友吵了,所以很不高兴。
Tā hé péngyǒu chǎole, suǒyǐ hěn bù gāoxìng. -
这里太吵了,真让人受不了。
Zhèlǐ tài chǎole, zhēn ràng rén shòu bù liǎo.
Λέξεις που περιέχουν 吵, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
-
吵 (chǎo): θορυβώδης
- 吵架 (chǎo jià) : φιλονικία
-