咁
                
                
                    
                    Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας
                    
                
            咁 ελληνικός ορισμός
        
            gān
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - ω
 
                
            
        
    
gān
- ω