咂 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

咂 ελληνικός ορισμός

  • to sip
  • to smack one's lips
  • to taste
  • to savor

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : circuit; to surround; to extend (everywhere);
  • : full circle