咖
咖 ελληνικός ορισμός
kā
- καφές
kā
- καφές
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 喀 : (onom.) sound of coughing or vomiting;
Παραδείγματα ποινών με 咖
-
但是我觉得您可以喝咖啡。
Dànshì wǒ juédé nín kěyǐ hē kāfēi. -
您想喝咖啡,还是茶?
Nín xiǎng hē kāfēi, háishì chá?
Λέξεις που περιέχουν 咖, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 2
- 咖啡 (kā fēi) : καφές