咩 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

咩 ελληνικός ορισμός

miē

  • the bleating of sheep
  • final particle which transforms statements into questions that indicate doubt or surprise (Cantonese)

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : to squint; what? (Cantonese); see also 乜嘢[mie1 ye3];
  • : to carry on the back or shoulders (Cantonese);