嗽
嗽 ελληνικός ορισμός
sòu
- βήχας
sòu
- βήχας
Επίπεδα HSK
Παραδείγματα ποινών με 嗽
-
他感冒了,咳嗽得很厉害。
Tā gǎnmàole, késòu dé hěn lìhài.
Λέξεις που περιέχουν 嗽, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 咳嗽 (ké sou) : βήχας