嗽 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

嗽 ελληνικός ορισμός

sòu

  • βήχας

Επίπεδα HSK


Παραδείγματα ποινών με 嗽

  • 他感冒了,咳嗽得很厉害。
    Tā gǎnmàole, késòu dé hěn lìhài.

Λέξεις που περιέχουν 嗽, ανά επίπεδο HSK