嘴 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

嘴 ελληνικός ορισμός

zuǐ

  • στόμα

Επίπεδα HSK


Παραδείγματα ποινών με 嘴

  • 小女孩儿张开嘴,笑了。
    Xiǎonǚ hái'ér zhāng kāi zuǐ, xiàole.
  • 妹妹的嘴边有一粒米。
    Mèimei de zuǐ biān yǒu yī lì mǐ.

Λέξεις που περιέχουν 嘴, ανά επίπεδο HSK