嘴
嘴 ελληνικός ορισμός
zuǐ
- στόμα
zuǐ
- στόμα
Επίπεδα HSK
Παραδείγματα ποινών με 嘴
-
小女孩儿张开嘴,笑了。
Xiǎonǚ hái'ér zhāng kāi zuǐ, xiàole. -
妹妹的嘴边有一粒米。
Mèimei de zuǐ biān yǒu yī lì mǐ.
Λέξεις που περιέχουν 嘴, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 3
-
嘴 (zuǐ): στόμα
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 嘴唇 (zuǐ chún) : χείλια