坟
墳
坟 ελληνικός ορισμός
fén
- τάφος
fén
- τάφος
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 坟, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 坟墓 (fén mù) : τάφος