域 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

域 ελληνικός ορισμός

  • περιοχή

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : Japanese variant of 喻;
  • : μεταφορική έννοια
  • : fertile soil;
  • : old woman; to brood over; to protect;
  • : κατοικώ
  • : valley;
  • : accomplished; elegant;
  • : αυτοκρατορικός
  • : happy;
  • : θεραπεύω
  • : bright light;
  • : tray for carrying sacrificial meats;
  • : (oak); thorny shrub;
  • : θέλω
  • : (archaic) to give birth to a child; to rear;
  • : λούτρο
  • : moat; swift current;
  • : name of river; old name of Baihe 白河 in Henan; same as 育水;
  • : place name in Sichuan;
  • : (obscure) variant of 鬱|郁[yu4]; rich; great wave;
  • : brilliant; glorious;
  • : radiance of fire;
  • : warm;
  • : φυλακή
  • : prison
  • : devil;
  • : νεφρίτης
  • : to heal;
  • : grand; elegant; propitious;
  • : arsenic;
  • : seam;
  • : a well-rope;
  • : drag-net;
  • : (arch. introductory particle); then; and then;
  • : pen
  • : εκπαιδεύσει
  • : taro; Colocasia antiquorum; Colocasia esculenta;
  • : Prunus japonica;
  • : mythical creature; toad; worm;
  • : πλούσιος
  • : φήμη
  • : order (from above);
  • : γιου
  • : συναντώ
  • : follow; in accordance with;
  • : ζοφερός
  • : a poker; brass filings; to file;
  • : treasure; hard metal;
  • : threshold;
  • : bay; cove;
  • : Preliminarily
  • : προβλέπω
  • : to eat too much; to confer;
  • : full (as of eating);
  • : black horse with white legs;
  • : 卆
  • : to sell, esp. in strained circumstances;
  • : ghost of a child;
  • : (of a bird) to fly swiftly; to swoop;
  • : mynah;
  • : common snipe; sandpiper;
  • : yellowish black;

Λέξεις που περιέχουν 域, ανά επίπεδο HSK