増 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

増 ελληνικός ορισμός

zēng

  • Japanese variant of 增[zeng1]

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : αυξήσουν
  • : to detest;
  • : dwelling on top of wooden stakes;
  • : arrow with a streamer;
  • : silk fabrics;
  • : large square net;