壕
                
                
                    
                    Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας
                    
                
            壕 ελληνικός ορισμός
        
            háo
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - χαράκωμα
háo
- χαράκωμα
