姘 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

姘 ελληνικός ορισμός

pīn

  • to be a mistress or lover

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : σημαίνω
  • : sound of crushed stone;