娃
娃 ελληνικός ορισμός
wá
- μωρό
wá
- μωρό
Επίπεδα HSK
Λέξεις που περιέχουν 娃, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 娃娃 (wá wa) : κούκλα