嫐 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

嫐 ελληνικός ορισμός

nǎo

  • to tease
  • to play around with

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : small hill; used in geographic names;
  • : θυμωμένος
  • : Japanese variant of 惱|恼;
  • : agate;
  • : εγκέφαλος
  • : Japanese variant of 腦|脑;
  • 𡿺 : 𡿺