嫪 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

嫪 ελληνικός ορισμός

lào

  • longing (unrequited passion)

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : flooded;
  • : to brand; to iron; to bake (in a pan);
  • : curdled milk or fruit juice; also pr. [luo4];