存 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

存 ελληνικός ορισμός

cún

  • αποθηκεύσετε

Επίπεδα HSK


Παραδείγματα ποινών με 存

  • 我把钱存进了银行。
    Wǒ bǎ qián cún jìnle yínháng.

Λέξεις που περιέχουν 存, ανά επίπεδο HSK