孬 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

孬 ελληνικός ορισμός

nāo

  • (dialect) no good
  • (contraction of 不 and 好)
  • see 孬種|孬种[nao1 zhong3]