寝
寢
寝 ελληνικός ορισμός
qǐn
- ύπνος
qǐn
- ύπνος
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 寝, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 废寝忘食 (fèi qǐn wàng shí ) : αγρυπνος