尿
尿 ελληνικός ορισμός
niào
- to urinate
- urine
- CL:泡[pao1]
niào
- to urinate
- urine
- CL:泡[pao1]
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 脲 : carbamide; urea (NH2)2CO; also written 尿素;