居 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

居 ελληνικός ορισμός

  • σπίτι

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : (feminine name); (star);
  • : (used in female names);
  • : mountain name;
  • : σύλληψη
  • : to hold with both hands; to grasp firmly; fig. to offer up sincerely;
  • : Zelkowa acuminata;
  • : macaque; to spy; to lie in ambush;
  • : ornamental gems for belt;
  • : gangrene;
  • : net for catching rabbits;
  • : dried poultry;
  • : (hemp); sack cloth;
  • : Hydrophilus cognatus;
  • : garment;
  • : to hesitate; to mark time;
  • : leather ball; Taiwan pr. [ju2];
  • : to mend by stapling or cramping broken pieces together;
  • : osprey; fish hawk;
  • : γιου
  • : colt;

Παραδείγματα ποινών με 居

  • 我跟邻居们的关系非常好。
    Wǒ gēn línjūmen de guānxì fēicháng hǎo.
  • 我们是邻居,应该互相帮助。
    Wǒmen shì línjū, yīnggāi hùxiāng bāngzhù.

Λέξεις που περιέχουν 居, ανά επίπεδο HSK