屯 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

屯 ελληνικός ορισμός

tún

  • to station (soldiers)
  • to store up
  • village

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : butt; buttocks;
  • : green sprout; foolish;
  • : suckling pig;
  • : war chariot;
  • : Chinese ravioli;
  • : pufferfish (family Tetraodontidae);