怒
怒 ελληνικός ορισμός
nù
- θυμωμένος
nù
- θυμωμένος
Επίπεδα HSK
Λέξεις που περιέχουν 怒, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 愤怒 (fèn nù) : θυμός