悚 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

悚 ελληνικός ορισμός

sǒng

  • frightened

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : terrified;
  • : respectful; horrified; to raise (one's shoulders); to stand on tiptoe; to crane;
  • : πανυψηλός