懂 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

懂 ελληνικός ορισμός

dǒng

  • καταλαβαίνουν

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά


Παραδείγματα ποινών με 懂

  • 我能懂你。
    Wǒ néng dǒng nǐ.
  • 你的意思我懂了。
    Nǐ de yìsi wǒ dǒngle.
  • 懂。
    dǒng.
  • 他说得很明白,我懂了。
    Tā shuō dé hěn míngbái, wǒ dǒngle.
  • 这个对话比较简单,我能听懂。
    Zhège duìhuà bǐjiào jiǎndān, wǒ néng tīng dǒng.

Λέξεις που περιέχουν 懂, ανά επίπεδο HSK