懵
                
                
                    
                    Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας
                    
                
            懵 ελληνικός ορισμός
        
            měng
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - stupid
měng
- stupid
