戴
戴 ελληνικός ορισμός
dài
- φορούσε
dài
- φορούσε
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 戴
-
外边风大,戴上帽子吧。
Wàibian fēng dà, dài shàng màozi ba. -
他戴这个黑色眼镜。
Tā dài zhège hēisè yǎnjìng. -
这个帽子我戴正好,不大也不小。
Zhège màozi wǒ dài zhènghǎo, bù dà yě bù xiǎo.
Λέξεις που περιέχουν 戴, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
-
戴 (dài): φορούσε
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 爱戴 (ài dài) : αγάπη