扃 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

扃 ελληνικός ορισμός

jiōng

  • (literary) to shut or bolt a door
  • door

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : ⺆
  • : radical in Chinese characters (Kangxi radical 13), occurring in 用, 同, 网 etc; see also 同字框[tong2 zi4 kuang4];
  • : desert, border
  • : environs; wilderness;