抆 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

抆 ελληνικός ορισμός

wèn

  • to wipe

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : (used in female names);
  • : Wen River in northwest Sichuan (same as 汶川); classical name of river in Shandong, used to refer to Qi 齊國|齐国;
  • : a crack, as in porcelain;
  • : (old) mourning apparel;
  • : παρακαλώ