抠 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος χαρακτήρας
Παραδοσιακός χαρακτήρας

抠 ελληνικός ορισμός

kōu

  • to dig out
  • to pick out (with one's fingers)
  • to carve
  • to cut
  • to study meticulously
  • to lift one's clothes
  • stingy
  • miserly

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : nock at end of bow; stretch;
  • : to sink in (of eyes);
  • : hollow; scallion stalk;